Τα περίπου 150 άτομα που βρίσκονταν μέσα και έξω από τον Ευαγγελισμό τις ώρες της ανακατάληψης και αντίστοιχα τα πάνω από 200 στα Πατήσια στο Άνω-Κάτω, είδαν με τα ίδια τους τα μάτια πως μπορούμε όχι μόνο να αναμετρηθούμε με το κράτος, αλλά και να το κερδίσουμε. Το ίδιο και ο κόσμος που ανακατέλαβε τα Ζιζάνια πριν δύο μήνες, το ίδιο και με τις πολλαπλές ανακαταλήψεις στο Στέκι Πολυτεχνείου. Τελικά δεν ήταν τόσο εύκολο για το κράτος να ξεμπερδέψει με την Αναρχία, παρά τις σχετικές βαρύγδουπες υποσχέσεις που έδινε πρόσφατα…
Ο αναρχικός αγώνας είναι μια επιλογή συνείδησης, μία απόφαση για μάχη ως το τέλος, ανεξάρτητα από το αν οι συνθήκες είναι ευνοικές ή όχι. Ο πόλεμος απέναντι σε κάθε εξουσία καθορίζει τις ζωές μας και θα τον συνεχίζουμε περήφανα είτε σε κάποια μαχητική ανακατάληψη, είτε σε κάποια κοινωνική κουζίνα, είτε σε κάποια κουραστική συνέλευση για το χτίσιμο μιας νέας δομής, είτε στην καθημερινή μελέτη για την θεμελίωση του αγώνα μας. Είμαστε και θα είμαστε εδώ, διάχυτα μες στην κοινωνία, μέσα σε έναν υπόγειο κόσμο, με τις καταλήψεις να αποτελούν το πρώτο σπίτι μας.
Οι καταλήψεις είναι ένα μέρος του τόπου μας και απ’ τα μεγαλύτερα όπλα του αναρχικού και αντιεξουσιαστικού χώρου. Καθώς η ακρίβεια στα νοίκια μεγαλώνει, καθώς οι εξώσεις και τα Airbnb πληθαίνουν φέρνοντας τους κατοίκους σε κατάσταση να πουν ότι οι γειτονίες πλέον δεν τους ανήκουν, οι καταλήψεις έχουν συμβάλλει στο σαμποτάζ διάφορων κρατικών εγχειρημάτων, προσφέροντας εκτός από το πολιτικό και κοινωνικό τους κομμάτι και το στεγαστικό. Το κράτος παρόλ’ αυτά δεν μπορεί να δεχτεί την απόδειξη της μη λειτουργικότητας του, με αποτέλεσμα να εξαπολύει διάφορες κατασταλτικές επιχειρήσεις ανά τους χρόνους.
Η επιχείρηση σκούπα που τόσο ονειρεύεται το κράτος δεν θα πιάσει τόπο. Ούτως ή άλλως οι καταλήψεις δεν μένουν σταθερές, μετακινούνται και πολλαπλασιάζονται, ψιθυρίζουν ή φωνάζουν, φιλοξενούν και καλούνε, αλλά ποτέ δεν εκκενώνονται οριστικά. Καταλήψεις θα υπάρχουν όσο υπάρχουν καταληψίες καθώς και ανθρώπινες σχέσεις. Γενικά πάντα θα είναι σημαντικές τόσο για μας που θα έχουμε τον ελεύθερο μας χώρο, όσο όμως και για την γειτόνισσα που θα δει στην πράξη όλες αυτές τις θεωρίες που ακούει από δω και από κει. Θα είναι επίσης σημαντικές και για τα καταπιεσμένα στρώματα του περιθωρίου που θα δούνε μια εναλλακτική λύση αλλά και για τις ιδέες ολονών μας. Οι καταλήψεις ζουν και αναπνέουν μέσω της ταξικής πάλης και του αναρχικού αγώνα εναντία στο να συνηθίσουμε την καταστολή και την εξουσία.
Στις καταλήψεις είναι που ανασαίνουμε ελεύθερα πέρα από κάθε νομιμότητα, που στήνουμε τα πιο ισχυρά αναχώματα απέναντι στην βαρβαρότητα, που σχεδιάζουμε τις πιθανότητές μας για έναν κόσμο ελευθερίας και αλληλεγγύης. Μέσα σε μια κοινωνία-μηχανή, οι καταλήψεις είναι από τα κατεξοχήν σημεία όπου οι άνθρωποι αρνούνται έμπρακτα την υποταγή. Γι’ αυτό και οι καταλήψεις αποτελούν πονοκέφαλο για τους κυρίαρχους του κόσμου, γιατί με την ύπαρξή τους και μόνο σπάνε την σιωπή που ο εχθρός θέλει να επιβάλλει παντού, γιατί σε αυτές οι άνθρωποι συναντιόνται, γνωρίζονται, συμπράττουν και εξελλίσονται, πάντα με γνώμονα την αντίσταση στο κράτος, στο κεφάλαιο και σε κάθε εξουσία.
Σε αυτόν το κόσμο μιας διάχυτης σαπίλας και υπερπληροφόρησης από κάθε μέσο με στόχο την αποβλάκωση, θέτουμε ένα στοπ και μια κατάληψη. Στο σημείο που οι χώροι μας κλείνουν και εμείς δεχόμαστε αλλεπάλληλες επιθέσεις με βία, δικαστήρια και καταστολή, η απάντηση είναι απλή, μιας και το μόνο που θέτουμε ως ζήτημα είναι να ζήσουμε ελεύθεροι. Ο αγώνας συνεχίζεται με τις καταλήψεις μπροστά, που σαν σπόροι σπέρνονται σε κάθε πόλη, κάθε γειτονιά και σε κάθε συνείδηση, για ένα βήμα πιο κοντά στην αυτοοργάνωση και στην ελευθερία.
Όλα φεύγουν μα δεν εγκαταλείπονται
Καθώς εσύ τη πρώτη μέρα που ήρθες στο σπίτι μας, μου λες ότι δεν περίμενες να τα δεις τα πράγματα έτσι, είπες ότι νιώθεις οικεία και ας ήταν η πρώτη σου μέρα. Όλοι χαμογελάνε μου είπες. Εμείς τότε τρέχαμε πολύ με τα παιδιά και δε μπορούσα να κάτσω να σου εξηγήσω πολλά, αλλά εσύ τα κατάλαβες, δεν περίμενα να καταλάβεις τόσο γρηγορά και κάθε μέρα σε έβλεπα να λες και να φωνάζεις “κι όμως λειτουργεί”. Τη μέρα που με πήρες και μου είπες ότι έφυγες απ’ τη θεία και θες να έρθεις μαζί μου δεν ήξερα αν έπρεπε να σε πάω ακόμα, πίστευα ότι θα τρόμαζες ή ότι θα απογοητευόσουν. Όπως φαίνεται κατάλαβα ότι απογοητεύομαι εγώ τελικά για βλακείες και εκείνη τη μέρα είπα, για δες που κάνουμε κάτι σημαντικό.
Έμεινες καιρό εν τέλει και ίσως να ωρίμασες κι απότομα, αλλά κάθε φορά σε έβλεπα με πιο πολύ πυγμή, με πιο πολύ δύναμη και με πιο πολύ πίστη. Η αλήθεια είναι ότι ήσουν το παράδειγμα μου στο ότι οι καταλήψεις απευθύνονται και ίσως να άργησα και ‘γω να το δω αλλά εσύ μου το φώναζες συνέχεια.
Μας κλείσανε. Τότε ηταν που σε είδα να σπαράζεις και σπάραξα και γω, σπάραξε και η γειτονιά και σε έναν χρόνο φέραν άλλη, τη γειτονιά που ξεχνάει, για να μην θυμάται κανείς τη φωλίτσα μας. Μετά από δυο μήνες μας πιάσανε, εκεί μου είπες ότι ας κάνουν ότι θέλουν δε θα μας ξεφορτωθούν ποτέ, γιατί εμείς θα ζούμε και οι καταλήψεις είναι μέσα μας…