Η μπροσούρα αυτή γράφτηκε τους τελευταίους μήνες και έχει σαν στόχο να δώσει μία πιο συγκροτημένη συλλογική ανάλυση της ομάδας μας πάνω στο ζήτημα της εργασίας. Σε συνέχεια της περσινής πιο γενικής μπροσούρας που είχαμε βγάλει με τίτλο «Μεγαλώνοντας στην Κοινωνία-Μηχανή», επιλέγουμε να εστιάσουμε πάνω στο εργατικό, διότι θεωρούμε ότι είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα, αν όχι το σημαντικότερο, απ’ όσα καθορίζουν τις ζωές μας. Παράλληλα, πιστεύουμε ότι πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των αγώνων μας, ώστε να μπορούμε να έχουμε μια πιο αξιοπρεπή καθημερινότητα, μέχρι κάποια στιγμή να καταργηθεί η ταξική εκμετάλλευση και να μπορούμε να εργαζόμαστε και να ζούμε ελεύθερα.
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ
2. Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΗΜΕΡΑ
3. ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ, ΣΩΜΑΤΕΙΑ, ΚΟΛΕΚΤΙΒΕΣ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ
Η ουσία του κυρίαρχου οικονομικού-κοινωνικού συστήματος που επιβάλλεται στη φύση και στον άνθρωπο εδώ και δύο περίπου αιώνες βρίσκεται στη συνεχώς αυξανόμενη συσσώρευση κέρδους. Ως ο βασικότερος σκοπός της παραγωγής, το κέρδος την κατευθύνει και της δίνει τον χαρακτήρα μιας σχέσης εκμετάλλευσης στην οποία μετέχουν όλα τα άτομα, άμεσα ή πιο έμμεσα, ενώ αντίστοιχα φέρουν και διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία. Έτσι, ακολουθώντας ένα αρκετά κλασικό αλλά θεμελιώδες θεωρητικό μοντέλο, μπορούμε να μιλήσουμε αφενός για τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (εργοστασιάρχες και γενικά επιχειρηματίες), όπως και για αυτούς που διεκδικούν έναν διευθυντικό/διοικητικό ρόλο στη διαδικασία, και αφετέρου για τα εργαζόμενα άτομα που δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής, αλλά είναι αυτά που την κινούν μέσω της εργασίας τους.
Σε αυτό το πλαίσιο η πρώτη κατηγορία, έχοντας την εξουσία της ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων, εξασφαλίζει ακόμη μεγαλύτερο κέρδος αποσπώντας από τον εργαζόμενο τη λεγόμενη «υπεραξία». Η έννοια αυτή αφορά το ποσό εργασίας για το οποίο το εργαζόμενο άτομο δεν αμείβεται, με το αφεντικό να παίρνει αυτά τα έξτρα χρήματα. Σε κάθε είδους παραγωγή δηλαδή, είτε πρόκειται για υλικά αγαθά είτε για υπηρεσίες, οι εργαζόμενοι δουλεύουν καθημερινά για κάποιες ώρες λαμβάνοντας το αντίστοιχο ποσό χρημάτων, όμως στο σύνολο του καθιερωμένου μεροκάματου υπάρχει ένα ποσό αόρατης, απλήρωτης εργασίας, από την οποία αντλεί υπεραξία το κάθε αφεντικό κατά την πώληση του εμπορεύματος.
Δηλαδή αν μέσα σε μία ημέρα με την εργασία μας παράξουμε προϊόντα που, ακόμη κι αν αφαιρέσουμε τα έξοδα της επιχείρησης, θα αποφέρουν για παράδειγμα κέρδη 90€, εμείς θα πάρουμε τα 40€ και τα υπόλοιπα 50€ θα πάνε στην τσέπη του εργοδότη. Αυτό όμως συμβαίνει μαζικά, ειδικά στις μεγάλες εταιρείες που μπορεί να απασχολούν μέχρι και δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους, δηλαδή 50€ (ενίοτε και πολύ περισσότερα) από κάθε υπάλληλο ξεχωριστά για κάθε εργάσιμη μέρα που περνά. Κάπως έτσι μερικοί άνθρωποι καταλήγουν να γίνονται δισεκατομμυριούχοι, την ώρα που πολλοί άλλοι δυσκολεύονται να πληρώσουν μέχρι και τους λογαριασμούς τους.
Παρά την ηλικία της η θεωρία της υπεραξίας παραμένει πολύ σημαντική, καθώς φανερώνει και αποδεικνύει την ίδια την εκμεταλλευτική φύση του καπιταλισμού, που πολύς κόσμος ίσως αγνοεί, ενώ καθιστά σαφές πως η μισθωτή εργασία αποτελεί άλλη μια μορφή σκλαβιάς. Όταν για να μπορείς απλώς να επιβιώσεις είναι υποχρεωτικό να ξυπνάς χαράματα, να μπαίνεις σε ασφυκτικά γεμάτα τρένα και λεωφορεία, να δουλεύεις μίνιμουμ οκτώ ώρες, συνήθως σε ένα τοξικό εργασιακό περιβάλλον, και το απόγευμα να επιστρέφεις σπίτι με διαλυμένη ψυχολογία και χρήματα που σου φτάνουν ίσα-ίσα για να βγει ο μήνας, η συνθήκη αυτή δεν είναι εντελώς υπερβολή να χαρακτηριστεί «μισθωτή σκλαβιά». Ευτυχώς είμαστε αρκετά μακριά από την εποχή που οι πλούσιοι είχαν τους σκλάβους τους να περπατάνε με τις αλυσίδες, αλλά και την ίδια στιγμή απέχουμε ακόμη πολύ από την πραγματική ελευθερία του να καθορίζουμε εμείς τις επιλογές μας, αφού στην ουσία έχουμε ανάγκη να πουλάμε πάνω από την μισή μας μέρα, για να μπορούμε απλώς να καλύπτουμε τα βασικά.
Πέρα από μερικές ακόμη επιμέρους τεχνικές που αυξάνουν κι άλλο τα κέρδη των αφεντικών και πρέπει να τις εντοπίζουμε (π.χ. μισά ένσημα ή η μη καταβολή δώρων), η έννοια της υπεραξίας έχει επίσης να προσφέρει πολλά όσον αφορά και τις νέες μορφές εργασίας που αναδύονται στο σήμερα και οι οποίες με την πολυπλοκότητά τους αποκρύπτουν συχνά τη σχέση εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τα αφεντικά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εργασία “freelancing”/αυτοαπασχόλησης σε μεγάλες εταιρείες και πλατφόρμες, όπου η επέκταση του χρόνου εργασίας και η κατάργηση κάθε ασφάλισης αντιστοιχούν σε μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας από τους εργαζόμενους, οι οποίοι στο συγκεκριμένο μοντέλο έχουν την ψευδαίσθηση πως δήθεν διεκδικούν μεγαλύτερες αμοιβές και ευελιξία, παρ’ όλο που αυτά σχεδόν ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα. Επιπλέον η θεωρία αυτή μπορεί να συνδυαστεί με άλλες μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης όπως η σχέση νοικάρη–ενοικιαστή, όπου ο ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος (συχνά μεγάλες εταιρείες και πολυεθνικά fund) αποσπά επίσης ένα ποσό από τον μισθό του ενοικιαστή σε μορφή κέρδους.
Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένες κάπως πιο θολές θέσεις και σχέσεις εργασίας που δεν κατηγοριοποιούνται ξεκάθαρα ούτε στην μεριά της εργατικής τάξης ούτε σε εκείνη της εργοδοσίας, γι’ αυτό είναι βοηθητικό να κοιτάμε κάθε περίπτωση χωριστά. Διευθυντές με μεγάλους μισθούς που δουλεύουν για επιχειρηματίες, αλλά ταυτόχρονα καταπιέζουν τις εργαζόμενες, αυτοαπασχολούμενοι που πουλάνε τα προϊόντα τους σε μεγάλες εταιρείες, υπάλληλοι-ρουφιάνοι των αφεντικών που έχουν παραπάνω «ανταμοιβές» είναι μερικά από τα παραδείγματα που χρειάζονται παραπάνω και ξεχωριστή ανάλυση.
Παρά όμως τη σχετική πολυπλοκότητα της κατάστασης, η διαδικασία της απόσπασης υπεραξίας στην παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό άξονα προσανατολισμού όσον αφορά την ταξική εκμετάλλευση στη μισθωτή εργασία, άρα κατέχει κεντρικό ρόλο στο πώς αναλύουμε και πώς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα.
Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΣΗΜΕΡΑ
Ο όρος «εργατική τάξη» είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί λαμβάνοντας έναν πιο σύγχρονο προσδιορισμό ο οποίος να συμβαδίζει με την εποχή. Οι κοινωνικές τάξεις σύμφωνα με τον Μαρξ καθορίζονται από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής, δηλαδή μέσα τα οποία παράγουν κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη τους, ο οποίος εκμεταλλεύεται την εργασία τρίτων αντλώντας υπεραξία από αυτήν. Στην περίπτωση της εργατικής τάξης υπάρχει απουσία ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και ανάγκη να προσφέρουν μισθωτή εργασία ώστε να μπορέσουνε να ζήσουν. Αντιλαμβανόμαστε φυσικά πως η σχέση εργοδοτών και εργαζομένων είναι μία κατεξοχήν σχέση εξουσίας, αφού η ζωή και όλη η ύπαρξη των υπαλλήλων πρακτικά «νοικιάζεται» για μερικές ώρες στο αφεντικό, το οποίο έχει λόγο για σχεδόν όλα τα ζητήματα, από το ντύσιμό τους ως το πώς στέκονται στον χώρο και πώς χαμογελούν.
Εργατική τάξη λοιπόν είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που για να επιβιώσουν στηρίζονται μόνο στην ίδια τους την εργασία, ουσιαστικά πουλώντας τη σε κάποιον εργοδότη που αποσπά κέρδη από αυτήν. Είναι δηλαδή οι άνθρωποι οι οποίοι, αν για κάποιο λόγο δεν είναι σε θέση να εργαστούν έστω και για ένα μικρό διάστημα, αμέσως δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, αφού το εισόδημά τους προέρχεται ακριβώς μόνο από την εργασία που προσφέρουν. Χωρίς οικονομικές «πλάτες» ή εξασφαλισμένο μέλλον, η πορεία τους στον κόσμο βασίζεται στο κορμί και στο μυαλό τους, τα οποία είναι αναγκαίο να συνεχίζουν να λειτουργούν «αποτελεσματικά» και να είναι «παραγωγικά».
Βέβαια με τον τρόπο που είναι δομημένα τα σύγχρονα εργασιακά περιβάλλοντα υπάρχουν και ενδιάμεσοι ρόλοι, όπως μάνατζερ/υπεύθυνοι τμημάτων που, ενώ φαινομενικά προσφέρουν μισθωτή εργασία, δεν ανήκουν στην εργατική τάξη καθώς έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στο κεφάλαιο από τους υπολοίπους εργαζομένους και λειτουργούν καταπιεστικά προς αυτούς. Καταλήγουν να συνεργάζονται περισσότερο με τα αφεντικά παρά με τους/τις υπαλλήλους, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν ένας μεσάζοντας προς όφελος της εργοδοσίας και κάνοντας τη βρώμικη δουλειά της. Βέβαια, αντίστοιχα, και επαγγέλματα τα οποία έχουν κατεξοχήν ρόλους εξουσίας/καταπίεσης (π.χ. αστυνομία, σωφρονιστικοί υπάλληλοι) δεν θα τα συμπεριλαμβάναμε στην εργατική τάξη, διότι πάνω απ’ όλα είναι ένας μοχλός πίεσης ή καταστολής που σκοπεύει να «συμμορφώνει» τα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε μερικές ακόμη επιμέρους υποκατηγορίες της εργατικής τάξης, με πρώτη τους μετανάστες. Ένα κομμάτι του πληθυσμού συνήθως ακόμη πιο καταπιεσμένο από τους ντόπιους εργαζόμενους, αφού βρίσκεται εντελώς ξεκρέμαστο και, ουσιαστικά, αρκετά απομονωμένο από την κοινωνία χωρίς καμία στήριξη από πουθενά (π.χ. οικογένεια, γείτονες κ.λπ.) βιώνοντας μάλιστα συχνά την υποτίμηση και ρατσιστικές συμπεριφορές, στις οποίες δεν μπορεί εύκολα να απαντήσει, αφού θα διακινδυνεύσει τη δουλειά του. Ακόμη κι αν πράγματι πολλές φορές «ζούμε μαζί, δουλεύουμε μαζί», στην πράξη η θέση όλων όσων κατάγονται από τη χώρα στην οποία ζουν είναι αρκετά πιο αναβαθμισμένη και το έχουμε δει μπροστά μας σε πολλές περιπτώσεις.
Μία άλλη πιο σύγχρονη κατηγορία εργαζομένων είναι τα άτομα που δουλεύουν με τηλεργασία. Μία μέθοδος που ξεκίνησε να εφαρμόζεται μαζικά στην εποχή της νόσου covid-19, αλλά σε αρκετές επιχειρήσεις παραμένει ως σήμερα. Ενώ μπορεί να φαντάζει πιο άνετη, διότι αποφεύγονται οι μετακινήσεις και η καθημερινή συνύπαρξη με αφεντικά ή μάνατζερ, στην πράξη μετατρέπει το ίδιο σου το σπίτι σε χώρο εργασίας, εισβάλλοντας στην προσωπική σου ζωή και καταργώντας τα όρια εργασίας-ελεύθερου χρόνου αλλά και γραφείου-προσωπικού χώρου, αφού ανά πάσα στιγμή «μπορεί κάτι να χρειαστεί». Ακόμη, οδηγεί στην πλήρη αποξένωση των συναδέλφων, οι οποίοι δεν έχουν καμία μεταξύ τους επικοινωνία και άρα καμία ισχύ απέναντι στην εργοδοσία.
Τέλος, δεν πρέπει ποτέ να αγνοούμε την πλήξη και την αλλοτρίωση που προκαλεί η εργασία εντός του καπιταλιστικού πλαισίου. Όλη η διαδικασία της είναι μία μεγάλη ματαιότητα, η οποία συμβαίνει απλώς για να μπορούμε εμείς να επιβιώνουμε και οι πλούσιοι να βγάζουν συνεχώς περισσότερα κέρδη. Μία ματαιότητα που γίνεται εις βάθος αντιληπτή από όλα τα εργαζόμενα άτομα και συχνά τα οδηγεί μέχρι την απελπισία, εντελώς λογικά και αναμενόμενα. Άλλωστε, σε ελάχιστες περιπτώσεις βλέπουμε πράγματι ένα όμορφο ή έστω χρήσιμο αποτέλεσμα να προκύπτει «από τον κόπο της δουλειάς μας», αφού συνήθως συμμετέχουμε στην παραγωγή αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών που έχουν ως μόνο στόχο την κατανάλωσή τους, ακόμη κι αν δεν καλύπτουν καμία ουσιαστική ανάγκη και δεν προσφέρουν τίποτα χρήσιμο στην κοινωνία.
Κι ενώ πράγματι υπάρχει μία σειρά από επαγγέλματα τα οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμα και απαραίτητα (π.χ. οδοκαθαριστές, δασκάλες, νοσηλευτές, φυσικοθεραπεύτριες, οικοδόμοι κ.λπ.), ακόμη κι αυτά, εν τέλει, καταλήγουν να λειτουργούν έχοντας ως κύριο γνώμονα τα κέρδη των εταιρειών ή το κρατικό συμφέρον, με αποτέλεσμα τα άτομα που εξασκούν αυτά τα επαγγέλματα να μην το κάνουν ούτε με το ενδιαφέρον ούτε με την ποιότητα που θα μπορούσαν.
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ, ΣΩΜΑΤΕΙΑ, ΚΟΛΕΚΤΙΒΕΣ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Απέναντι, λοιπόν, σε όλη την εκμετάλλευσή μας από τα αφεντικά και ειδικότερα απέναντι στα επαναλαμβανόμενα περιστατικά αυθαιρεσίας τους, εμείς έχουμε μόνο τη μεταξύ μας αλληλεγγύη. Δεν υποκύπτουμε στους εκβιασμούς τους και δεν σκύβουμε το κεφάλι, αλλά αντιδρούμε και αντιστεκόμαστε συλλογικά. Δεν πατάμε ποτέ πάνω σε συνάδελφο για να ανέβουμε στην ιεραρχία της εταιρείας, δεν ρουφιανεύουμε τίποτα και σε κανέναν, δεν γινόμαστε φίλοι ή φίλες με τα αφεντικά μας. Στεκόμαστε πλάι σε κάθε εργαζόμενο που το έχει ανάγκη, αναζητώντας τρόπους για να ενισχύσουμε τη θέση μας μέσα σε αυτή τη συνεχόμενη διαμάχη που αναπόφευκτα υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και την εργοδοσία.
Και τα πιο μικρά έχουν σημασία. Μία παρηγορητική κουβέντα στο διάλειμμα, μία μικρή στιγμή ανυπακοής σε ακόμη μία παράλογη εντολή, μία κοινή διεκδίκηση των εργαζομένων για ένα ρεπό ή για καλύτερες συνθήκες εργασίας, μία συνολική άρνηση να φερόμαστε σαν κλόουν μπροστά στους πελάτες. Όλα τους, ακόμη κι αν ίσως φαντάζουν δευτερεύοντα, εν τέλει έχουν μεγάλο αντίκρισμα στην ίδια μας τη μέρα, στο πώς θα καταφέρνουμε να τα βγάζουμε πέρα στη δουλειά με όσο μπορούμε καλύτερους όρους.
Παράλληλα, επιδιώκουμε πάντοτε να καλλιεργούμε την ταξική συνείδηση στους εαυτούς μας αλλά και στους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές μας. Αντιλαμβανόμαστε ότι το «όνειρο» της οικονομικής ανέλιξης αφορά ελάχιστους και συνεχώς η πλειοψηφία θα μένει απέξω. Μόνο αν τα εργαζόμενα άτομα συγκροτηθούν ως τάξη και αγωνιστούν συλλογικά, θα μπορέσουν να δουλεύουν με καλύτερους όρους και να μειωθεί η εκμετάλλευση που δέχονται.
Σημαντικά αποτελέσματα μπορούμε να πετύχουμε μέσω της συμμετοχής μας στα πρωτοβάθμια σωματεία του κλάδου μας. Μέσω αυτών μπορούμε να βρούμε στήριξη από ανθρώπους που κάνουν ένα παρόμοιο επάγγελμα με το δικό μας και γνωρίζουν τις καταστάσεις, ενώ μέσα στα σωματεία βρίσκεται και συμπυκνωμένη η εμπειρία από αρκετούς αγώνες του παρελθόντος. Μέσω αυτών, εκτός από δράσεις και παρεμβάσεις στο χώρο δουλειάς, μπορούμε να πιέσουμε τα αφεντικά και με πιο θεσμικούς τρόπους, κάτι που αποτελεί παλιά κατάκτηση των εργατικών κινημάτων και δεν πρέπει να την υποτιμούμε.
Όταν βέβαια λέμε για σωματεία μιλάμε, ως αναρχική ομάδα, για πρωτοβάθμια σωματεία με οριζόντια οργάνωση, αφού αφενός δεν μας αρέσει να έχουμε πάνω απ’ το κεφάλι μας έναν επαγγελματία συνδικαλιστή κάποιου κόμματος να μας δίνει οδηγίες αλλά και, το σημαντικότερο, δεν εμπιστευόμαστε καν τέτοια άτομα και τις ύποπτες σχέσεις που συνήθως έχουν με το κράτος και τα αφεντικά. Αντίθετα, όπως σε όλα τα ζητήματα έτσι και σε αυτό, εμπιστευόμαστε περισσότερο τις δικές μας δυνάμεις και την αυτοοργάνωση των απλών εργαζομένων μεταξύ τους, η οποία μπορεί να ενισχύσει τη θέση μας και να μας φέρει ορισμένες σημαντικές κατακτήσεις.
Άλλωστε τα αφεντικά μάς έχουν ανάγκη, αφού όλες οι εργασίες από τα δικά μας χέρια γίνονται! Λίγες μέρες να λείψουμε και δεν ξέρουν πώς να τα βγάλουν πέρα χωρίς εμάς. Εμείς τους βγάζουμε όλη τη δουλειά και μόνοι τους πελαγώνουν, αδυνατούν να διαχειριστούν τις ίδιες τους τις επιχειρήσεις και κάνουν το ένα λάθος μετά το άλλο. Γι’ αυτό και η απεργία είναι κάτι που τους τρομάζει πολύ έντονα, ειδικά αν γίνει οργανωμένα, μαζικά και με διάρκεια, αφού κάθε μέρα απεργίας σημαίνει για αυτούς πολλά χαμένα χρήματα. Είναι, λοιπόν, κι αυτή ένα από τα πιο ισχυρά μας εργαλεία στην αντίστασή μας απέναντι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες.
Ωστόσο, υπάρχει και η προοπτική του να σταματήσουμε να δουλεύουμε για κάποιο αφεντικό και να δημιουργήσουμε τις δικές μας κολεκτίβες, πάνω στα αντικείμενα που ήδη γνωρίζουμε πολύ καλά αφού τα εξασκούμε για χρόνια. Ενταγμένες μεν, αναπόφευκτα, στο καπιταλιστικό πλαίσιο, δίνοντάς μας όμως τη δυνατότητα να εργαζόμαστε πιο ελεύθερα και συλλογικά, χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε αναφορά σε κανέναν, χωρίς αυθαιρεσία, λαμβάνοντας από κοινού όλες τις αποφάσεις. Παράλληλα, τα χρήματα που κανονικά πηγαίνουν στην τσέπη του αφεντικού ως υπεραξία θα μοιράζονται ισότιμα σε όλα τα άτομα που εργάζονται στην κολεκτίβα, κάνοντας τη βιωσιμότητα ενός τέτοιους εγχειρήματος αρκετά εφικτή.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι μία εργασιακή κολεκτίβα για να μη μετατραπεί απλώς σε μία επιχείρηση με πολλά αφεντικά, πλήρως αφομοιωμένη από το υπάρχον σύστημα, οφείλει να διατηρεί ορισμένα πολιτικά χαρακτηριστικά. Τόσο στον τρόπο λειτουργίας της ο οποίος πρέπει να είναι πλήρως οριζόντιος και ισότιμος σε όλα τα επίπεδα, όσο όμως και στους ευρύτερους σκοπούς της. Να μην έχει δηλαδή σαν αποκλειστικό σκοπό το οικονομικό κέρδος των μελών της, αλλά να βρίσκεται σε μία επικοινωνία με το κίνημα και την κοινωνία και να τα στηρίζει έμπρακτα με διάφορους τρόπους (οικονομικά, παροχή τεχνογνωσίας, παραχώρηση χώρων κ.λπ.). Προφανώς μία κολεκτίβα είναι στην ουσία μία συνεργατική επιχείρηση της οποίας τα μέλη προσπαθούν να επιβιώσουν μέσω αυτής και δεν μπορεί να συγκριθεί με μία αυτοοργανωμένη δομή, ωστόσο το να διατηρεί έναν έμπρακτο πολιτικό χαρακτήρα την κάνει για εμάς πιο σημαντική και χρήσιμη απ’ ό,τι αν αποσκοπούσε αποκλειστικά στο οικονομικό κομμάτι.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι ο τελικός μας σκοπός παραμένει πάντα η κοινωνική επανάσταση και η πλήρης κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης, όπως και κάθε άλλης μορφής εξουσίας. Όταν οι άνθρωποι μπορούν να ζουν ισότιμα μεταξύ τους, σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον και λαμβάνοντας οριζόντια και συλλογικά τις αποφάσεις που αφορούν τα κοινωνικά ζητήματα, μόνο τότε θα έχει σταματήσει όντως να υπάρχει ανάγκη να συνεχίζονται οι εργατικοί αγώνες, αν και θα πρέπει να παραμένουμε πάντοτε σε επαγρύπνηση.
Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ποιος είναι ο ορίζοντας και ο προορισμός μας, προς τα πού σκοπεύουμε να πάμε. Έχοντας στη μνήμη μας τα εκατομμύρια των νεκρών αγωνιστών και απλών εργαζομένων που έχουν σημαδέψει την ιστορία, τους συνανθρώπους μας που κάθε τόσο χάνονται για το μεροκάματο, τα σαπισμένα πνευμόνια των εργοστασίων, τα καμένα μυαλά στα γραφεία, τις διαλυμένες μέσες στις σκαλωσιές, επιλέγουμε να σκύψουμε ταπεινά το κεφάλι και μόνο υποσχόμαστε να συνεχίσουμε.
*αν κάποια ομάδα-χώρος επιθυμεί να αποκτήσει αντίτυπα μπορεί να μας στείλει mail